λισσώ — λισσῶ, όω (Α) [λισσός] πιθ. καθιστώ κάποιον αναξιόχρεο, αφερέγγυο, ανίκανο να πληρώσει τα χρέη του … Dictionary of Greek
Λίσσω — Λίσσος masc nom/voc/acc dual Λίσσος masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λίσσῳ — Λίσσος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λισσῶι — λισσῷ , λισσός smooth masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εφελίσσω — ἐφελίσσω (Α) (μόνο στον τ. επε(ι)λίσσω*) 1. περιτυλίγω 2. μέσ. ἐφελίσσομαι σύρομαι, στριφογυρίζω πίσω από κάποιον 3. παθ. τυλίγομαι, περιτυλίγομαι («ἐπείλικτο ὥσπερ τὰ βιβλία», Παυσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἑλίσσω] … Dictionary of Greek
κατειλίσσω — (Α) ιων. τ. βλ. καθελίσσω. [ΕΤΥΜΟΛ. < καθε(ι)λίσσω με ιων. ψίλωση] … Dictionary of Greek
λίσσωμα — λίσσωμα, τό (Α) [λισσώ] η κορυφή, το σημείο τού κεφαλιού στο οποίο χωρίζονται οι τρίχες και κατεβαίνουν σε διαφορετικές κατευθύνσεις («τοῡ δὲ κρανίου κορυφὴ καλεῑται τὸ μέσον καὶ λίσσωμα τῶν τριχῶν», Αριστοτ.) … Dictionary of Greek
λίσσωσις — λίσσωσις, ἡ (Α) [λισσώ] το λίσσωμα, το χώρισμα τών τριχών και το κατέβασμά τους από την κορυφή τού κεφαλιού προς τα κάτω … Dictionary of Greek